συναρίθμοις

συναρίθμοις
συνάριθμος
counted with
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνάριθμος — και επικ. τ. συνήριθμος, ον, Α 1. αυτός που υπολογίζεται μαζί με άλλον, που συγκαταλέγεται σε έναν αριθμό μαζί με άλλον («ἵνα μὴ καὶ σὺ συνάριθμος τῶν εἰς τὸν ταῡρον γενηθέντων γένῃ», Φαλ.) 2. αυτός που έχει ίδιο ή ίσο αριθμό με άλλον, ισάριθμος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”